Κυριακή 15 Μαΐου 2016

Ο ΣΤΡΑΤΗΓΟΣ ΚΑΙ Ο ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ (Ένα προσκύνημα)


Άν οι ζητιάνοι σαν εμέ δεν έχυναν το αίμα,
οι καπετάνιοι σαν κι εσέ δεν θα φορούσαν στέμμα.
Γ. Στρατήγης , "Ματρόζος"


Ο γέροντας με τα ταπεινά λουλούδια στο χέρι του στάθηκε σκυφτός, μα ακίνητος. Για λίγο όρθωσε όσο μπορούσε τους κυρτωμένους από το βάρος τόσων κοινών περιπετειών και αναμνήσεων ώμους, κοίταξε ψηλά, απελπισμένα την πάλλευκη προτομή του στρατηγού. Νόμιζα πως θα έφερνε το χέρι του στο ακρόφρυδο, μα κρατήθηκε. Περνούσε κόσμος.

Τραβήχτηκα παράμερα, να μη χαλάσω με την παρουσία μου την ιερή, στερνή και τόσο μακρυνή, πέρα από το χρόνο, διαχρονική συνάντηση. Απελπισμένος, σούρθηκε κουρασμένα, αργά, αποχαιρετιστικά, ως το φαρδύ πλατύσκαλο στη βάση της προτομής κι απίθωσε, εκεί στα πόδια της, τα λίγα φτωχολούλουδα των αγρών και κάποιο μισομαδημένο τριαντάφυλλο, πετρώνοντάς τα με ένα βότσαλο, που αναζήτησε εκεί γύρω, και κάθισε δίπλα τους εκεί, πιστό σκυλί στα πόδια του αφέντη, με τους αγκώνες στα  γόνατα και το κεφάλι σκυφτό ανάμεσά τους.

Ήξερα πως οι βαθύτερες γνωριμίες χαλκεύονται μέσα στην πύρα της περιπέτειας και του κινδύνου κι ωστόσο θάυμαζα το μαγνήτη ετούτης της ισχυρής προσωπικότητας, που, τούτη τη γέρικη, πολυπλάνητη ψυχή, ύστερα από 43 ολόκληρα χρόνια, και να τη φέρει εδώ στον Αλμυρό, να βρει τη δύναμη να φθάσει ως εδώ και να έρθει τρεκλίζοντας, παραδέροντας ξεθεωμένη, νηστική, αλλά ζωντανή, να δώσει το τελευταίο "παρών".  Και καταλάβαινα τώρα τέλεια τη σημασία της στερνής ετούτης σπονδής και τι σήμαιναν τα λίγα εκεί δίπλα φτωχολούλουδα, που βγήκαν, θαρρείς, μέσα από τον πόνο και το αίμα μιας ψυχής, που πάνω στα τρεμά κουρασμένα πόδια της βρήκε το κουράγιο να σουρθεί ως εδώ να τ' αποθέσει στερνή  σπονδή στη θύμηση κάποιων αξέχαστων περασμένων.....
Τόλμησα να τον πλησιάσω. "Πώς εδώ;" τον ρώτησα.

"Μια παράγκα, που είχα έξω στην άκρη της Κομοτηνής τη γκρέμισε ο όλμος, η γυναίκα μου σκοτώθηκε, το παιδί μου είναι αγνοούμενο, έχω κάταγμα στην σπονδυλική στήλη και το δεξιό μου χέρι, το βλέπεις, σακατεμένο. Είμαι  73 χρονών  και σέρνομαι ακόμα στους δρόμους, ένα ερείπιο. Κανέναν πλέον δεν έχω, τι περιμένω από τη ζωή. Πήρα τα μάτια μου και κίνησα να βρω κάπου μια ήσυχη γωνιά, όσο γίνεται πιο μακρυά από τις τραγικές αναμνήσεις, να πέσω να πεθάνω".  Προχώρησε αποφασιστικά προς την προτομή.

"Λαμβάνω την τιμή να αναφέρω ΠΑΡΩΝ  στρατηγέ μου..."  Να δίνει τώρα το "παρών" , ύστερα από 43 χρόνια.

"Ξέρεις ήρθα από τη Γκιουμουλτζίνα... (Κομοτηνή Θράκης). Γέρος εγώ φτωχός κι ανήμπορος ανθρώπινο κουρέλι σωστό, μα που σκεπάζει κάτω του μια φλόγα. Τόσο σ΄ αγαπούσα... Ξέρεις, να σε ιδώ. Μόνο να σε ιδώ!" ακούστηκε να ψιθυρίζει. Περίμενε λίγο σαν για να πάρει απόκριση, οι γέρικοι ώμοι κυρτώθηκαν πάλι. ΄Ενας κρυφός αναστεναγμός και αλλαγή τόνου.

"Δε με γνωρίζει πια..... σίγουρα δε με γνωρίζει, αλλιώς, δε γίνεται, θα μου μιλούσε.." ψιθύρισε και πάλι απελπισμένα, ενώ τα χείλη του τρέμισαν, ασυγκράτητα αυτή την φορά, έτοιμα να ξεσπάσουν στο αναφιλητό και στο κλάμα. Μα κρατήθηκε. Οι στρατιώτες δεν κλαίνε, έστω και κάτω από τέτοιες περιστάσεις. Ήταν η μόνη φορά που ο στρατηγός δεν ανταπέδιδε τον χαιρετισμό στον παλιό του στρατιώτη...

"Σε γνώρισε!" του κάνω. "Πώς δε σε γνώρισε... Δεν είδες; Δεν ξέρω αν το ανταριασμένο φρύδι του συσπάστηκε λίγο πριν - μπορεί και να γελιέμαι - μα σίγουρα η ψυχή του, που θα πλανιέται κάπου εδώ ετούτη τη στιγμή, σίγουρα θα σε θυμάται."

Η υγρή θλιμμένη του ματιά στράφηκε προς το άγαλμα, το χάϊδεψε αργά από κάτω ίσαμε απάνω και ήρθε και σταμάτησε στα πέτρινα ακίνητα μάτια. Το κοίταξε ψηλά, αποχαιρετιστικά για πάντα. Ο γηραλέος στρατιώτης έδινε την τελευταία αναφορά στον στρατηγό του.

ΜΑΝΗ, ΠΑΝ.ΚΟΜΠΙΛΗΡΗΣ


Ο Αγιος Νικόλαος Αλμυρού και το μνημείο Βεντήρη (22.3.63)
(πίσω διακρίνεται η Κάτω Σέλιτσα)



Ο παλαιός Στρατιώτης στον Αξιωματικό του έπειτα από χρόνια ... (29.4.63)


Ο γηραιός στρατιώτης Στέλιος Φαναρτζής μπροστά στον ανδριάντα του Κων/νου Βεντήρη (29.4.63)

Δεν υπάρχουν σχόλια: