Ετυμολογία: Προέρχεται πιθανά από το δέντρο της αγροελιάς, η οποία ευδοκιμεί στη γενικότερη περιοχή της προσηλιακής Μάνης. Η Αγροελιά, που με τον καιρό μετονομάστηκε σε Αγριλιά και κατέληξε να ονομάζεται Αργυλιά, αναφέρεται και ως Αργυλιάς, αφού οι ντόπιοι χρησιμοποιούν κυρίως την αρσενική εκδοχή της ονομασiας.
Ο οικισμός του Αργυλιά βρίσκεται στην προσηλιακή Μάνη. Ανήκει στο δήμο Ανατολική Μάνης και βρίσκεται πολύ κοντά στο γειτονικό χωριό του Δρυμού [παραδοσιακή ονομασία Δρυαλί. Το χωριό εκτείνεται στους πρόποδες του όρους Σαγγιάς. Οι μόνιμοι κάτοικοι του χωριού δεν ξεπερνούν τους επτά. Έχει προσανατολισμό νοτιοανατολικό και βρίσκεται σε υψόμετρο 160-200μ. Η κύρια οδική αρτηρία του χωριού είναι ο δρόμος που οδηγεί στο Δρυμό, όταν η κατεύθυνση είναι από το Βορρά προς το Νότο. Το ρέμα του χωριού χωρίζει τον τόπο σε δύο περιοχές. Το πρώτο κομμάτι του χωριού εδράζεται στους πρόποδες της μίας πλαγιάς, ενώ το δεύτερο βρίσκεται αντικριστά του πρώτου.
Ο οικισμός, συγκριτικά με άλλους οικισμούς στη Μάνη, είναι νεόδμητος. Μέχρι και το 1700 δεν υπήρχαν κτίσματα στη σημερινή τοποθεσία του Αργυλιά (με εξαίρεση τα μεγαλιθικά κτίσματα της αρχαιότητας), καθώς ο οικισμός ταυτιζόταν με την περιοχή γύρω από ένα μοναστήρι, βορειότερα και ψηλότερα της τωρινής του θέσης. Το μοναστήρι δε βρίσκεται σε τυχαία θέση. Ενώ δε διακρίνεται με ευκολία από την ακτή, έχει άψογη ορατότητα στη θάλασσα. Ακόμα, κοντά βρίσκεται ένας πελώριος βράχος, τον οποίο χτύπαγαν με τις λεγόμενες κουντουνόπετρες, με συγκεκριμένο σύνθημα, ανάλογα με το ποιο από τα γειτονικά χωριά κινδύνευε από την πειρατεία. Λέγεται πως κατά την άφιξη Ενετών στις ακτές τις Ανατολικής Μάνης, οι ίδιοι ακολούθησαν τα γουρούνια που ανέβαιναν το βουνό και έφτασαν στον οικισμό. Ορισμένα από τα νεότερα μέλη του οικισμού, σε αντίθεση με τους ηλικιωμένους και τα παιδιά, κατάφεραν να ξεφύγουν από τις λεηλασίες των ξένων και μετακινήθηκαν στην τοποθεσία στην οποία βρίσκεται το χωριό σήμερα.
Η αρχική εγκατάσταση έγινε στο σημερινό κεντρικό κομμάτι του χωριού. Σε αυτό το κομμάτι εγκαταστάθηκε η οικογένεια των Λεωτσάκων, οι οποίοι είχαν και τον πρώτο λόγο στο χωριό. Αποτέλεσμα του εθίμου οι άρρενες να δίνουν εκτάσεις γης έξω από το χωριό στις νιόπαντρες κόρες της οικογένειας, ήταν η δημιουργία ενός νέου δομικού ιστού, απέναντι από το ρέμα, που τότε δεν ανήκε στην περιοχή του χωριού. Ο νεαρός γαμπρός των Λεωτσάκων από άλλο χωριό, ονόματι Κατσικάρος, εγκαταστάθηκε με τη γυναίκα του στην περιοχή που αργότερα ορίστηκε ως η περιοχή της οικογένειας των Κατσικάρων. Για δεκαετίας υπήρχε κόντρα μεταξύ των δύο οικογενειών, διότι οι μεν Λεωτσάκοι είχαν μάθει να κάνουν κουμάντο στην περιοχή, ενώ οι Κατσικάροι (που είχαν παράδοση στον κατασκευαστικό τομέα) επεδίωκαν την κατάργηση της οικογενειοκρατίας στο χωριό. Μετά από πολλές δεκαετίες, όταν κι οι Λεωτσάκοι έδωσαν γη σε ένα πιο ψηλό κομμάτι του βουνού σε έναν άλλο γαμπρό ονόματι Σουκαράς (με τη δημιουργία της τρίτης περιοχής όσο αφορά τις οικογένειες), υπήρξε συμφιλίωση μεταξύ των δύο επικρατούντων οικογενειών. Παράδειγμα αποτελούν οι μόνοι ντόπιοι κάτοικοι του χωριού, ο κ. Λυκούργος και η κ. Αθηνά, που είναι παντρεμένοι και ο μεν είναι από την οικογένεια των Κατσικάρων ενώ η δε από τους Λεωτσάκους.
Τεκμήριο της στενής επαφής των δύο οικογενειών είναι το γεγονός ότι ο κ. Λυκούργος και η κ. Αθηνά είναι τρίτα ξαδέρφια. Όπως σχεδόν όλα τα χωριά στην Ελλάδα, έτσι και ο Αργυλιάς, την εποχή που αριθμούσε δεκάδες κατοίκους, ήταν μια κλειστή κοινωνία στην οποία κυριαρχούσαν κάποιοι κανόνες. Παρά τα στερεότυπα και το διαφαινόμενο ρατσισμό απέναντι στα θήλεα της οικογένειας, που αναγκάζονταν να μετακομίσουν έξω από το χωριό όταν παντρεύονταν γαμπρό από άλλη οικογένεια, σύμφωνα με τις μαρτυρίες του κ. Λυκούργου υπήρχε μια ισορροπία στην κατανομή των εργασιών στο σπίτι.
Ο οικισμός του Αργυλιά βρίσκεται στην προσηλιακή Μάνη. Ανήκει στο δήμο Ανατολική Μάνης και βρίσκεται πολύ κοντά στο γειτονικό χωριό του Δρυμού [παραδοσιακή ονομασία Δρυαλί. Το χωριό εκτείνεται στους πρόποδες του όρους Σαγγιάς. Οι μόνιμοι κάτοικοι του χωριού δεν ξεπερνούν τους επτά. Έχει προσανατολισμό νοτιοανατολικό και βρίσκεται σε υψόμετρο 160-200μ. Η κύρια οδική αρτηρία του χωριού είναι ο δρόμος που οδηγεί στο Δρυμό, όταν η κατεύθυνση είναι από το Βορρά προς το Νότο. Το ρέμα του χωριού χωρίζει τον τόπο σε δύο περιοχές. Το πρώτο κομμάτι του χωριού εδράζεται στους πρόποδες της μίας πλαγιάς, ενώ το δεύτερο βρίσκεται αντικριστά του πρώτου.
Ο οικισμός, συγκριτικά με άλλους οικισμούς στη Μάνη, είναι νεόδμητος. Μέχρι και το 1700 δεν υπήρχαν κτίσματα στη σημερινή τοποθεσία του Αργυλιά (με εξαίρεση τα μεγαλιθικά κτίσματα της αρχαιότητας), καθώς ο οικισμός ταυτιζόταν με την περιοχή γύρω από ένα μοναστήρι, βορειότερα και ψηλότερα της τωρινής του θέσης. Το μοναστήρι δε βρίσκεται σε τυχαία θέση. Ενώ δε διακρίνεται με ευκολία από την ακτή, έχει άψογη ορατότητα στη θάλασσα. Ακόμα, κοντά βρίσκεται ένας πελώριος βράχος, τον οποίο χτύπαγαν με τις λεγόμενες κουντουνόπετρες, με συγκεκριμένο σύνθημα, ανάλογα με το ποιο από τα γειτονικά χωριά κινδύνευε από την πειρατεία. Λέγεται πως κατά την άφιξη Ενετών στις ακτές τις Ανατολικής Μάνης, οι ίδιοι ακολούθησαν τα γουρούνια που ανέβαιναν το βουνό και έφτασαν στον οικισμό. Ορισμένα από τα νεότερα μέλη του οικισμού, σε αντίθεση με τους ηλικιωμένους και τα παιδιά, κατάφεραν να ξεφύγουν από τις λεηλασίες των ξένων και μετακινήθηκαν στην τοποθεσία στην οποία βρίσκεται το χωριό σήμερα.
Η αρχική εγκατάσταση έγινε στο σημερινό κεντρικό κομμάτι του χωριού. Σε αυτό το κομμάτι εγκαταστάθηκε η οικογένεια των Λεωτσάκων, οι οποίοι είχαν και τον πρώτο λόγο στο χωριό. Αποτέλεσμα του εθίμου οι άρρενες να δίνουν εκτάσεις γης έξω από το χωριό στις νιόπαντρες κόρες της οικογένειας, ήταν η δημιουργία ενός νέου δομικού ιστού, απέναντι από το ρέμα, που τότε δεν ανήκε στην περιοχή του χωριού. Ο νεαρός γαμπρός των Λεωτσάκων από άλλο χωριό, ονόματι Κατσικάρος, εγκαταστάθηκε με τη γυναίκα του στην περιοχή που αργότερα ορίστηκε ως η περιοχή της οικογένειας των Κατσικάρων. Για δεκαετίας υπήρχε κόντρα μεταξύ των δύο οικογενειών, διότι οι μεν Λεωτσάκοι είχαν μάθει να κάνουν κουμάντο στην περιοχή, ενώ οι Κατσικάροι (που είχαν παράδοση στον κατασκευαστικό τομέα) επεδίωκαν την κατάργηση της οικογενειοκρατίας στο χωριό. Μετά από πολλές δεκαετίες, όταν κι οι Λεωτσάκοι έδωσαν γη σε ένα πιο ψηλό κομμάτι του βουνού σε έναν άλλο γαμπρό ονόματι Σουκαράς (με τη δημιουργία της τρίτης περιοχής όσο αφορά τις οικογένειες), υπήρξε συμφιλίωση μεταξύ των δύο επικρατούντων οικογενειών. Παράδειγμα αποτελούν οι μόνοι ντόπιοι κάτοικοι του χωριού, ο κ. Λυκούργος και η κ. Αθηνά, που είναι παντρεμένοι και ο μεν είναι από την οικογένεια των Κατσικάρων ενώ η δε από τους Λεωτσάκους.
Τεκμήριο της στενής επαφής των δύο οικογενειών είναι το γεγονός ότι ο κ. Λυκούργος και η κ. Αθηνά είναι τρίτα ξαδέρφια. Όπως σχεδόν όλα τα χωριά στην Ελλάδα, έτσι και ο Αργυλιάς, την εποχή που αριθμούσε δεκάδες κατοίκους, ήταν μια κλειστή κοινωνία στην οποία κυριαρχούσαν κάποιοι κανόνες. Παρά τα στερεότυπα και το διαφαινόμενο ρατσισμό απέναντι στα θήλεα της οικογένειας, που αναγκάζονταν να μετακομίσουν έξω από το χωριό όταν παντρεύονταν γαμπρό από άλλη οικογένεια, σύμφωνα με τις μαρτυρίες του κ. Λυκούργου υπήρχε μια ισορροπία στην κατανομή των εργασιών στο σπίτι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου